λαγάζω
Смотреть что такое "λαγάζω" в других словарях:
λαγάζω — 1. ησυχάζω, ηρεμώ, παύω να κάνω κάτι, καταλαγιάζω 2. σωπαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λήγω ή λαγαίω, κατά τα ρ. σε άζω (πρβλ. είκω εικάζω] … Dictionary of Greek
λαγιάζω — 1. στέκομαι ακίνητος, ξαπλώνομαι σε ένα μέρος, μαζεύομαι, μουλώνω, ησυχάζω, καταλαγιάζω 2. (για θηράματα) κρύβομαι, μαζεύομαι για να μη γίνω αντιληπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λαγάζω*, κατά τα ρ. σε ιάζω] … Dictionary of Greek